Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Τό μαγικό λουλούδι


Κεφάλαιο 1
     Παγωμένο πρωινό Δεκεμβρίου καί ἡ πόλη σιωπᾶ. Εἶναι Κυριακή καί οἱ ἄνθρωποι ξενυχτισμένοι ἀπολαμβάνουν τόν ὕπνο πού στερήθηκαν τό σαββατόβραδο. Τήν ὥρα πού διασχίζω τό ἄλσος ἀκούγονται ψίθυροι πουλιῶν, συμφωνίες μυστικές μεταξύ τους γιά νά μήν τά καταλαβαίνουν τά ἄλλα ζωντανά. Ἔτσι κι ἀλλιῶς δέν μέ νοιάζει, αὐτά στή χορεία τους κι ἐγώ στή δική μου! Οἱ λεῦκες, ἀριστερά καί δεξιά στό διάβα μου, ἁπλώνουν τά φτερά τους ἀκουμπώντας τό ἕνα τό ἄλλο καί δημιουργοῦν ἕναν θολωτό διάδρομο, μιά στοά κατάλληλη γιά ἐσωτερικό διάλογο. "Τό αἰώνιο ἀνθρώπινο δίλημμα: Τί θέλει, τί δέν θέλει; Τί πρέπει, τί δέν πρέπει; Ποιός ὁ σωστός δρόμος νά ἀκολουθήσω;".
     Πέρασε τό παγωμένο πρωινό, ἀπογευμάτισε καί σκοτείνιασε. Ἔπεσα στό κρεβάτι γι' ἀκόμη ἕνα βράδυ περιμένοντας τόν ὕπνο. Ξαφνικά μέσα στό σκοτάδι ἕνας βίαιος θόρυβος ἀπό μοτοσικλέτα τάραξε τήν ἠρεμία.
     -Ἡσυχία δέν ἔχετε! μονολόγησα.
   Ἔτριψα τά μάτια καί χασμουρήθηκα. Ἔγειρα στά πλάγια καί σκεπάστηκα μέ τό πάπλωμα προσπαθώντας μάταια νά ξανακοιμηθῶ. Σηκώθηκα ἀπό τό κρεβάτι καί κοίταξα τό ρολόι. Ἦταν τρεῖς τά ξημερώματα.
     -Καλημέρα, σήμερα ἡ μέρα ἀρχίζει ἀπό τίς τρεῖς!
     Πῆγα στήν κουζίνα κι ἔψησα καφέ. Κάθισα στό γραφεῖο, ἤπια δυό τρεῖς γουλιές καί κάρφωσα τό βλέμμα μου στίς γρίλιες τοῦ παραθύρου. Ἔκθαμβος ἄρχισα νά κοιτάζω τίς μικρές νιφάδες χιονιοῦ πού ἔπεφταν στό τοπίο. Σπάνιο πράγματι φαινόμενο νά χιονίζει σέ τούτη τήν πόλη ἀκόμη καί χειμώνα.
     -Τί εὐτυχία! σιγοψιθύρισα. Κάτι τέτοια μᾶς κάνει ὁ θεός καί θυμόμαστε ποῦ καί ποῦ τήν ὄμορφη πλευρά του. Μέσα στά τόσα βάσανα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τότε πού ἀπαρνήθηκε τή φύση, μαινόμενος ἀπό τήν ἀχαλίνωτη ματαιοδοξία του, τό χιονισμένο τοπίο φαίνεται παράδεισος.
     Ὁ Ἀντίνοος καθόταν στήν καρέκλα καί σκεφτόταν. Κάποια στιγμή ἔκλεισε τίς γρίλιες καί μέσα στό σκοτάδι ξάπλωσε στό κρεβάτι. Περίμενε ἐκεῖ ὅλο τό βράδυ. Πέρασε ἡ νύχτα, ἦρθε ἡ μέρα, χάθηκε κι αὐτή. Ὁ Ἀντίνοος σάν καλό παλικάρι ἐπέμενε καί ἀγωνιζόταν ἐνάντια στό εἶναι του. Δέν ἔτρωγε, δέν ἔπινε νερό, μήτε μιλοῦσε. Ποῦ καί ποῦ σκεφτόταν κι ἀκόμη πιό ἀραιά παραμιλοῦσε.
   Μιά βδομάδα κράτησε αὐτή ἡ ἱστορία. Τήν ἕβδομη μέρα σηκώθηκε κι ἄρχισε νά περπατάει. Πονοῦσε ὅλο του τό κορμί ἀπό τήν ἀπραξία. Κατευθύνθηκε πρός τή βρύση καί ἤπιε νερό. Κοιτάχτηκε στόν καθρέπτη, μά δυσκολεύτηκε νά γνωρίσει τό πρόσωπο πού βρισκόταν μπροστά του.
    -Πῶς εἶσαι ἔτσι; Τί πρόσωπο εἶναι αὐτό; εἶπε στόν ἑαυτό του.
    Ὁ οὐρανός εἶχε καθαρίσει, τά σύννεφα διαλύθηκαν καί τή θέση τους πῆρε ὁ ἥλιος. Τό λεκανοπέδιο ἄρχισε νά ζεσταίνεται καί τά χιόνια νά λιώνουν. Ὁ Ἀντίνοος ντύθηκε κάπως βιαστικά καί πῆγε στήν πόρτα.
     -Ὥρα γιά δράση φίλε μου, μονολόγησε.
     Τό σπίτι του βρισκόταν στήν ἄκρη τῆς πόλης κοντά στό βουνό. Ἀπό ἐκεῖ, κινούμενος γοργά μέ τά πόδια, ἔφθασε στίς παρυφές μέσα σέ μιά ὥρα. Τό κορμί του εἶχε κουραστεῖ, μά ἦταν ὑποταγμένο στίς φωνές τῆς ψυχῆς του. Ἔδινε παραγγέλματα αὐτή κι ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος κινοῦνταν ρυθμικά σάν στρατιῶτες καλά πειθαρχημένοι στόν ἀξιωματικό τους. Εἶχε σκοπό τή μέρα ἐκείνη ν' ἀνέβει στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ. Στό διάβα του τόν προσπερνοῦσαν τά αὐτοκίνητα μέ κάποια εἰρωνεία, μά ἐκεῖνος σάν ἄλλος Δόν Κιχώτης πρόσταζε τόν Σάντσο του καί συνέχιζε τήν ἀνάβαση. Σέ δύο ὧρες κατάφερε νά φθάσει στήν κορυφή ξεπνεμένος, μά καί ἠθικά ὁλοκληρωμένος. Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε δυνατός καί γέμιζε τά πνευμόνια του ὀξυγόνο.
     Βαρέθηκε νά σκέπτεται καί νά μιλάει μέ τόν ἀέρα καί ἀποφάσισε νά γυρίσει πίσω. Τό βουνό ἦταν γεμάτο δέντρα καί θάμνους κι ἔκανε τήν κατάβαση εὐχάριστη. Τώρα ὁ Ἀντίνοος μποροῦσε νά χαζεύει ἀριστερά καί δεξιά στόν δρόμο παρατηρώντας τή φύση. Κατέβαινε τό βουνό κι ἔνιωθε ἐξιλεωμένος σάν νά εἶχε πάρει πίσω τό αἷμα του ἀπό τήν ἀπραξία μιᾶς ἑβδομάδας.
     Ξάφνου, στή μέση τῆς διαδρομῆς, διέκρινε στήν πλαγιά πίσω ἀπό ἕναν τεράστιο βράχο μιά μικρή ἀλέα πού ὅμως ἔδειχνε πολύ διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες δεντροστοιχίες τοῦ βουνοῦ. Ἡ περιέργεια τόν ἔσπρωξε πρός τά ἐκεῖ. Περπάτησε μέ προσοχή ἀνάμεσα στά πεῦκα τῆς πλαγιᾶς, ὥσπου ἔφθασε σέ ἕνα μέρος πού ἦταν γεμάτο θάμνους καί δενδρύλλια. Ἦταν τόσα πολλά πού σχημάτιζαν μεταξύ τους ἕνα τεῖχος, πράγμα πού ἔκανε ἀδύνατη τή συνέχεια. Δέν σταμάτησε ὡστόσο νά ἀνιχνεύει τήν περιοχή, παρασυρμένος ἀπό τό ἀρχέγονο ἔνστικτο τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίσει τό ἄγνωστο.
     Ἐπιτέλους ἀνακάλυψε ἕνα μικρό ἄνοιγμα, μιά θύρα ὄμορφα πλεγμένη ἀνάμεσα στούς θάμνους καί τά δέντρα σάν νά τήν ἔπλασε τό ξωτικό πού κατοικοῦσε στό δάσος. Χωρίς νά τό σκεφτεῖ πέρασε τό ἄνοιγμα. Τό μέρος πού ἀντίκρυσε ἦταν γοητευτικό, κάτι πού τόν ἔκανε νά ξεφυσήξει δυνατά καί νά μείνει ἀκίνητος γιά ἀρκετή ὥρα θαυμάζοντας τό μεγαλεῖο τῆς φύσης. Μπροστά του ἁπλωνόταν ἕνας τεράστιος κῆπος μέ διαφορετικά εἴδη λουλουδιῶν βαλμένα στό ἔδαφος μέ κομψότητα. Ὁ κῆπος ἦταν περιφραγμένος ἀπό τούς θάμνους καί τά δέντρα, προφυλαγμένος καί δυσδιάκριτος.
     -Ποιός νά ἔπλασε τόν κῆπο αὐτό; ἀναρωτήθηκε ὁ Ἀντίνοος.
     Φόβος τότε τόν κυρίεψε νομίζοντας πώς μπῆκε σέ ξένα χωράφια καί πώς ἀπό στιγμή σέ στιγμή θά ἐμφανιζόταν ὁ ἰδιοκτήτης. Ὅμως ἦταν τόσο ὄμορφα ἐκεῖ μέσα πού ἡ καρδιά του δέν τόν ἄφηνε νά φύγει. Μάχη σφοδρή ἔγινε ἀνάμεσα στή λογική καί τό θυμικό. Τό κορμί παρέμενε οὐδέτερος θεατής χωρίς νά κάνει τίποτε. Φώναζε ἡ λογική: "Φύγε, τί κάνεις ἐδῶ παρείσακτε; Πήγαινε στό σπιτάκι σου, στήν ἠρεμία σου. Δέν τό βλέπεις; Τό μέρος ἀνήκει σέ ἄλλον καί ὅταν θά ἔρθει θά σέ διώξει κακήν κακῶς. Μήν φυτρώνεις ἐκεῖ πού δέν σέ σπέρνουν!". Ἀπαντοῦσε τό θυμικό: "Μά εἶναι τόσο ὄμορφα ἐδῶ, οἱ μυρωδιές, οἱ εἰκόνες, τά τραγούδια τῶν πουλιῶν, τό κελάρυσμα τοῦ νεροῦ...". Τό κορμί ἀμέτοχο παρακολουθοῦσε τά κονταροχτυπήματα δύο ἰσχυρῶν δυνάμεων ἀνήμπορο νά κάνει ὁτιδήποτε. "Καλά, μεῖνε γιά λίγο. Ἄν ὅμως ἐμφανιστεῖ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ κήπου, θά ζητήσεις συγγνώμη καί θά φύγεις" ἦταν ἡ τελευταία φράση τῆς λογικῆς. Τό θυμικό βρῆκε τό δίκαιό του καί ὁ Ἀντίνοος ἄρχισε νά περπατᾶ μέσα στόν κῆπο παρατηρώντας τό ἀνθόσπαρτο τοπίο.
     Ἀνεμῶνες μέ μεγάλα ἄνθη, λευκά, ρόδινα, κυανά καί εὔοσμες τριανταφυλλιές μέ ποικίλα χρώματα ἁπλώνονταν μπροστά του. Οἱ μαργαρίτες καί τά χρυσάνθεμα σχημάτιζαν χρυσόλευκη θάλασσα, ἐνῶ οἱ γαρδένιες καί οἱ γαριφαλιές ἀνάδιδαν μιά ἀνάλαφρη εὐωδία. Οἱ νάρκισσοι καί οἱ τουλίπες συναγωνίζονταν σέ χάρη, μά καί τά φρύγανα δέν ἦταν ἀνομοιόμορφα βαλμένα: ἡ φασκομηλιά, ἡ λεβάντα, τό θυμάρι, ὅλα καλά φυτεμένα κι ὄχι ὅπως τά προσφέρει ἡ ἄναρχη φύση. Πάνω στά δέντρα καί τούς θάμνους γαντζωμένα γερά ἡ ἄμπελος καί ὁ κισσός σκαρφάλωναν ὅσο πιό ψηλά μποροῦσαν ἀναζητώντας τόν ἥλιο. Ἐκστασιασμένος ἀπό τόν μαγικό κῆπο ὁ Ἀντίνοος βάδιζε ἀργά καί παρατηροῦσε ὅλο αὐτό τό συνονθύλευμα ἀπό λουλούδια. Ἐδῶ ὑπῆρχαν τά ὀμορφότερα εἴδη ἀπ' ὅλο τόν κόσμο χωρίς νά τ' ἀγγίζει τό κλίμα τοῦ τόπου. Ἦταν ἕνας κῆπος ἐκτός τόπου καί χρόνου, ἕνα οὐράνιο περιβόλι.
     Ἐκεῖνο ὅμως πού τόν γοήτευσε περισσότερο ἦταν κάτι πολύ μικρά ἄνθη πού βρίσκονταν μαζεμένα τό ἕνα δίπλα στό ἄλλο, στοιβαγμένα σέ μιά γωνιά καί σέ ἀπόσταση ἀπό τά ὑπόλοιπα λουλούδια. Τά πλησίασε κι ἔσκυψε νά τά περιεργαστεῖ καλύτερα. Ἦταν πράγματι πανέμορφα μολονότι μικροσκοπικά. Ἔκοψε ἕνα καί τό ἔφερε κοντά του. Τά φύλλα του εἶχαν τά χρώματα τῆς ἴριδας, ἡ ὑφή τους ἦταν βελούδινη καί ἄφηναν στό χέρι ἕναν γαλακτώδη χυμό. Πρώτη φορά ἀντίκρυζε τέτοιο φυτό ὁ Ἀντίνοος, τοῦ ἦταν παντελῶς ἄγνωστο. Ἄδραξε μερικές χοῦφτες καί τίς ἔβαλε στό σακάκι του. Ἦταν περασμένο ἀπόγευμα καί ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει σπίτι. Βγῆκε ἀπό τόν περίφρακτο κῆπο καί ἀνέβηκε στήν πλαγιά, ὥσπου ἔφθασε στόν δρόμο. Πῆρε μιά ὁλόλευκη στρογγυλή πέτρα καί τήν τοποθέτησε στήν ἄκρη τοῦ δρόμου. Εἶχε σκοπό νά ἐπιστρέψει.
    
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου